- αλισίβα
- η(λ. ιταλ.), σταχτόνερο με το οποίο άλλοτε έπλεναν τα ασπρόρουχα και τα μαγειρικά σκεύη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλισίβα — Όρος με τον οποίο στην τεχνική ορολογία χαρακτηρίζεται ένα αλκαλικό διάλυμα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική liscivium. Η α. παράγεται από την τέφρα των ξύλων, αφού βράσει με νερό. Τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για το πλύσιμο των ασπρορούχων.… … Dictionary of Greek
αλισία — και αλισιά και αλουσιά, η σταχτόνερο, δηλ. νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησιμοποιείται για το λούσιμο τής κεφαλής ή για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών, εσωρούχων κ.λπ. αλισίβα, θολόσταχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. lissia για τον τ. αλουσιά πρβλ.… … Dictionary of Greek
αλισιβιάζω — περιχύνω, πλένω τα ρούχα τής μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισίβα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα] … Dictionary of Greek
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek
αθόγαλος — ο σταχτόνερο, αλισίβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθος*, το «στάχτη» + γάλα] … Dictionary of Greek
αλισίβιασμα — το [αλισιβιάζω] πλύσιμο με αλισίβα, μπουγάδιασμα … Dictionary of Greek
αλισιβερή — η και αλισιβερί, το πήλινο δοχείο για την παρασκευή ή τη φύλαξη τής αλισίβας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. αλισιβερός < αλισίβα] … Dictionary of Greek
αλισιβωτή — η αλισιβερή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλισιβώνω < αλισίβα] … Dictionary of Greek
αλισόκοφα — η κοφίνι μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα ασπρόρουχα για να περιχυθούν με αλισίβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισά ή αλισία + κόφα] … Dictionary of Greek
αλουσιά — (I) και αλουσά, η (AM ἀλουσία και Α ἀλουτία) το να μην λούζεται ή να μην πλένεται κανείς, η απλυσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. αλουσιά (από όπου το αλουσά) < αρχ. ἀλουσία < ἄλουτος (πρβλ. και ἀθανασία < ἀθάνατος, ἀπλυσία < ἄπλυτος κ.λπ.)].… … Dictionary of Greek